- κήρυξαι
- κήρῡξαι , κηρύσσωto be a heraldaor imperat mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κηρῦξαι — κηρύσσω to be a herald aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρύξαι — κηρύ̱ξαῑ , κηρύσσω to be a herald aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Minuscule 276 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 276 Text Gospels Date 1092 Script Greek … Wikipedia
επιδικάζω — (AM ἐπιδικάζω) (για δικαστήριο ή δικαστική απόφαση) αναγνωρίζω δικαίωμα ή απαίτηση («το δικαστήριο τού επιδίκασε χίλιες δραχμές αποζημίωση») αρχ. 1. μέσ. (για ενάγοντα) καταφεύγω στα δικαστήρια για να βρω το δίκιο μου («προσαγορεύειν δὲ τὲν φόνον … Dictionary of Greek
κηρύσσω — και κηρύττω (ΑΜ κηρύσσω, Α αττ. τ. κηρύττω, δωρ. τ. καρύσσω) [κήρυξ] 1. γνωστοποιώ μεγαλοφώνως κάτι στο πλήθος ως κήρυκας, καλώ, συγκαλώ («κέλευσε κηρύσσειν ἀγορήνδε κάρη κομόωντας Αχαιούς», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω κάτι επίσημα γνωστό, δηλώνω, διαλαλώ,… … Dictionary of Greek